- φωτεινός
- I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου.2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου.3. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, μαζί με τον Μελέτιο τον στρατηλάτη και πολλούς άλλους (218). Η μνήμη του τιμάται στις 24 Μαΐου.IIΗμιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ.) του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρμένων.* * *-ή, -ό / φωτεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ και αιολ. τ. φώτεννος, -ον Α1. αυτός που έχει και εκπέμπει φως (α. «φωτεινά σώματα» β. «ὁ... ἥλιος φωτεινὸς ὢν τάς τε ὥρας τῆς ἡμέρας ἡμῖν», Ξεν.)2. μτφ. σαφής, ευκρινήςνεοελλ.1. αυτός που φωτίζεται καλά, φωτερός2. φρ. α) «φωτεινή ακτίνα»φυσ. υποθετική γραμμή κατά την οποία διαδίδεται το φωςβ) «φωτεινή δέσμη»φυσ. βλ. δέσμηγ) «φωτεινή ένταση [ή ισχύς]»φυσ. ο λόγος τής ποσότητας τού ορατού φωτός που εκπέμπεται στη μονάδα τού χρόνου, δηλαδή τής φωτεινής ροής μιας φωτεινής πηγής διά τής στερεάς γωνίαςδ) «φωτεινή πηγή»φυσ. κάθε σώμα που εκπέμπει φωτεινή ακτινοβολίαε) «φωτεινή ροή»φυσ. βλ. ροήστ) «φωτεινό διάλειμμα»ιατρ. i) το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ τής επίδρασης ενός βλαπτικού παράγοντα και τής εμφάνισης επιπλοκών, διάστημα κατά το οποίο δεν υπάρχουν συμπτώματαii) κάθε ολιγοσυμπτωματικό ή ασυμπτωματικό στάδιο μιας νόσου ανάμεσα στις εξάρσεις τηςζ) «φωτεινό νυκτερινό νέφος»(μετεωρ.) σπάνιος τύπος νέφους, αποτελούμενου πιθανότατα από παγοκρυστάλλους και μετεωρική σκόνη, το οποίο εμφανίζεται σε πολύ μεγάλα ύψη, 80 περίπου χιλιομέτρων, και είναι ορατό μόνον στις περιοχές μεγάλου γεωγραφικού πλάτους κατά τις θερινές νύκτεςη) «φωτεινό όργανο»ζωολ. όργανο που εκπέμπει φως και απαντά στις πυγολαμπίδες και σε ορισμένα άλλα ζώα που εμφανίζουν βιοφωσφορισμό, αλλ. φωτοφόροθ) «φωτεινός θάλαμος»φυσ. συσκευή αποτελούμενη κυρίως από ένα κάτοπτρο που φέρει μικρή οπή ή από ένα πρίσμα κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να επιτρέπει την ταυτόχρονη παρατήρηση μιας οπτικής εικόνας και ενός φύλλου χαρτιού πάνω στο οποίο είναι δυνατή η σχεδίαση εικόναςμσν.(για ένδυμα) αυτός που λάμπει από καθαριότητα, πολύ καθαρός.επίρρ...φωτεινώς και φωτεινά Νμε φωτεινό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῶς, φωτός αναλογικά προς τα σκοτ-εινός, φα-εινός].
Dictionary of Greek. 2013.